- πολωτικός
- -ή, -ό, Ν [πολώνω]1. αυτός που προκαλεί πόλωση2. φρ. α) «πολωτικό μικροσκόπιο»φυσ. μικροσκόπιο εφοδιασμένο με πολωτή, που επιτρέπει την πραγματοποίηση παρατηρήσεων σε πολωμένο φωςβ) «πολωτικό φίλτρο» — φίλτρο από διαφανές πολωτικό υλικό που χρησιμοποιείται στη φωτογραφική για την εξάλειψη τών ανακλάσεων τού φωτός κατά τη φωτογράφηση ισχυρώς ανακλαστικών ή φωτεινών αντικειμένων, εκτός τών μετάλλων, όπως είναι η επιφάνεια τής θάλασσας ή ο ουρανός.
Dictionary of Greek. 2013.